ανδρηλατώ

ανδρηλατώ
ἀνδρηλατῶ, -έω (Α) [ἀνδρηλάτης]
διώχνω, εκτοπίζω, εξορίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανδρηλάτης — ἀνδρηλάτης, ὁ (Α) 1. αυτός που διώχνει τους άνδρες από το σπίτι τους 2. μτφ. τιμωρός, εκδικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνήρ, ἀνδρός + ηλάτης (< ἐλαύνω «διώχνω»). ΠΑΡ. ἀνδρηλατῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”